ξηρόφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
(27)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksirofloios
|Transliteration C=ksirofloios
|Beta Code=chro/floios
|Beta Code=chro/floios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with dry bark</b>, <span class="bibl">Gp.9.16.2</span>.</span>
|Definition=ξηρόφλοιον, [[with dry bark]], Gp.9.16.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Μ [[ξηρόφλοιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ο [[ξηρόφλοιος]] και <i>το ξηρόφλοιο</i><br /><b>βοτ.</b> το εξωτερικό πλατύτερο, ξηρό και σκοτεινόχρωμο [[τμήμα]] του φλοιού τών [[φυτών]], αλλ. [[ρυτίδωμα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει ξηρό φλοιό.
|mltxt=-ο (Μ [[ξηρόφλοιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[ξηρόφλοιος]] και <i>το ξηρόφλοιο</i><br /><b>βοτ.</b> το εξωτερικό πλατύτερο, ξηρό και σκοτεινόχρωμο [[τμήμα]] του φλοιού τών [[φυτών]], αλλ. [[ρυτίδωμα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει ξηρό φλοιό.
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρόφλοιος Medium diacritics: ξηρόφλοιος Low diacritics: ξηρόφλοιος Capitals: ΞΗΡΟΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: xēróphloios Transliteration B: xērophloios Transliteration C: ksirofloios Beta Code: chro/floios

English (LSJ)

ξηρόφλοιον, with dry bark, Gp.9.16.2.

German (Pape)

[Seite 279] mit trockner Rinde, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρόφλοιος: -ον, ὁ ἔχων ξηρὸν φλοιόν, Γεωπ. 9. 16.

Greek Monolingual

-ο (Μ ξηρόφλοιος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξηρόφλοιος και το ξηρόφλοιο
βοτ. το εξωτερικό πλατύτερο, ξηρό και σκοτεινόχρωμο τμήμα του φλοιού τών φυτών, αλλ. ρυτίδωμα
μσν.
(για φυτό) αυτός που έχει ξηρό φλοιό.