λυκάων: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lykaon | |Transliteration C=lykaon | ||
|Beta Code=luka/wn | |Beta Code=luka/wn | ||
|Definition=ονος, ὁ, = [[λυκάνθρωπος]], | |Definition=-ονος, ὁ, = [[λυκάνθρωπος]], Paul.Aeg.3.16. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
-ονος, ὁ, = λυκάνθρωπος, Paul.Aeg.3.16.
Greek (Liddell-Scott)
λυκάων: -ονος, ἡ, = λυκάνθρωπος, Παῦλ. Αἰγ. 3. 16.
Greek Monolingual
ο (Α λυκάων, -ονος)
νεοελλ.
ζωολ. αγριόσκυλος του είδους Lycaon pictus, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας canidae
(αρχ. λυκάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθ. -άων (πρβλ. διδυμάων, οπάων].