κιρσοκήλη: Difference between revisions
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kirsokili | |Transliteration C=kirsokili | ||
|Beta Code=kirsokh/lh | |Beta Code=kirsokh/lh | ||
|Definition=ἡ, [[varicocele]], | |Definition=ἡ, [[varicocele]], Cels.7.18, Gal.7.730. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, varicocele, Cels.7.18, Gal.7.730.
German (Pape)
[Seite 1442] ἡ, Geschwulst der Samenadern, Erweiterung der Blutgefäße od. Aderbruch am männlichen Gliede u. am Hodensacke, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κιρσοκήλη: ἡ, ἀνευρυσμὸς (πρήξιμον) τῶν σπερματικῶν ἀγγείων, Παῦλ. Αἰγιν. Ὁρισμ. 6. 64, Κέλσ. Ἰατρ. 7. 18.
Greek Monolingual
η (AM κιρσοκήλη)
κιρσώδης διεύρυνση της έσω σπερματικής φλέβας και του φλεβώδους πλέγματος του σπερματικού τόνου στον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + κήλη.