ἀναχωρητέον: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anachoriteon
|Transliteration C=anachoriteon
|Beta Code=a)naxwrhte/on
|Beta Code=a)naxwrhte/on
|Definition=[[one must withdraw]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span>51b</span>.
|Definition=[[one must withdraw]], Pl.''Cri.''51b.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hay que retirarse]] οὐκ ἀ. οὐδὲ λειπτέον τὴν τάξιν no hay que retirarse ni abandonar la formación</i> Pl.<i>Cri</i>.51b.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχωρητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναχωρῶ, δεῖ ἀναχωρεῖν, πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἀποσυρθῇ, Πλάτ. Κρίτων 51Β.
|lstext='''ἀναχωρητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναχωρῶ, δεῖ ἀναχωρεῖν, πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἀποσυρθῇ, Πλάτ. Κρίτων 51Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hay que retirarse]] οὐκ ἀ. οὐδὲ λειπτέον τὴν τάξιν no hay que retirarse ni abandonar la formación</i> Pl.<i>Cri</i>.51b.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να οπισθοχωρήσει, να αποσυρθεί, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀναχωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να οπισθοχωρήσει, να αποσυρθεί, σε Πλάτ.
}}
}}

Latest revision as of 12:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχωρητέον Medium diacritics: ἀναχωρητέον Low diacritics: αναχωρητέον Capitals: ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΟΝ
Transliteration A: anachōrētéon Transliteration B: anachōrēteon Transliteration C: anachoriteon Beta Code: a)naxwrhte/on

English (LSJ)

one must withdraw, Pl.Cri.51b.

Spanish (DGE)

hay que retirarse οὐκ ἀ. οὐδὲ λειπτέον τὴν τάξιν no hay que retirarse ni abandonar la formación Pl.Cri.51b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχωρητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναχωρῶ, δεῖ ἀναχωρεῖν, πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἀποσυρθῇ, Πλάτ. Κρίτων 51Β.

Greek Monotonic

ἀναχωρητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να οπισθοχωρήσει, να αποσυρθεί, σε Πλάτ.