δειπνοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deipnothiras | |Transliteration C=deipnothiras | ||
|Beta Code=deipnoqh/ras | |Beta Code=deipnoqh/ras | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=-ου, ὁ, = [[δειπνολόχος]], Ph.1.665. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[cazador de cenas]], [[parásito]] ἀντ' ἐλευθέρου [[δοῦλος]] ὁ δ. Ph.1.665. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειπνοθήρας''': -ου, ὁ, = [[δειπνολόχος]], ὁ κυνηγῶν τὰ δεῖπνα, [[παράσιτος]], Φίλων 1. 665. | |lstext='''δειπνοθήρας''': -ου, ὁ, = [[δειπνολόχος]], ὁ κυνηγῶν τὰ δεῖπνα, [[παράσιτος]], Φίλων 1. 665. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[δειπνοθήρας]])<br />αυτός που επιδιώκει φορτικά να μετέχει σε δείπνα, [[έστω]] και [[απρόσκλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δείπνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρας</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»]. | |mltxt=ο (AM [[δειπνοθήρας]])<br />αυτός που επιδιώκει φορτικά να μετέχει σε δείπνα, [[έστω]] και [[απρόσκλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δείπνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρας</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:33, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, = δειπνολόχος, Ph.1.665.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cazador de cenas, parásito ἀντ' ἐλευθέρου δοῦλος ὁ δ. Ph.1.665.
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, Gastmahljäger, Schmarotzer, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνοθήρας: -ου, ὁ, = δειπνολόχος, ὁ κυνηγῶν τὰ δεῖπνα, παράσιτος, Φίλων 1. 665.
Greek Monolingual
ο (AM δειπνοθήρας)
αυτός που επιδιώκει φορτικά να μετέχει σε δείπνα, έστω και απρόσκλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -θηρας < θήρα «κυνήγι»].