συφός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(40)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syfos
|Transliteration C=syfos
|Beta Code=sufo/s
|Beta Code=sufo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συφεός]], Lyc.676, <span class="bibl">Poll.7.187</span>.</span>
|Definition=ὁ, = [[συφεός]], Lyc.676, Poll.7.187.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῠφός''': ὁ, = [[συφεός]], στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» [[Πολυδ]]. Α΄, 251.
|lstext='''σῠφός''': ὁ, = [[συφεός]], στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χοιροστάσιο]], [[συφεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[συφεός]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χοιροστάσιο]], [[συφεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[συφεός]]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[συφεός]], Lycophr. 875.
}}
}}

Latest revision as of 12:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠφός Medium diacritics: συφός Low diacritics: συφός Capitals: ΣΥΦΟΣ
Transliteration A: syphós Transliteration B: syphos Transliteration C: syfos Beta Code: sufo/s

English (LSJ)

ὁ, = συφεός, Lyc.676, Poll.7.187.

Greek (Liddell-Scott)

σῠφός: ὁ, = συφεός, στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χοιροστάσιο, συφεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συφεός].

German (Pape)

ὁ, = συφεός, Lycophr. 875.