συφός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
(40) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syfos | |Transliteration C=syfos | ||
|Beta Code=sufo/s | |Beta Code=sufo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[συφεός]], Lyc.676, Poll.7.187. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῠφός''': ὁ, = [[συφεός]], στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» | |lstext='''σῠφός''': ὁ, = [[συφεός]], στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χοιροστάσιο]], [[συφεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[συφεός]]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[χοιροστάσιο]], [[συφεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[συφεός]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[συφεός]], Lycophr. 875. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = συφεός, Lyc.676, Poll.7.187.
Greek (Liddell-Scott)
σῠφός: ὁ, = συφεός, στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χοιροστάσιο, συφεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συφεός].
German (Pape)
ὁ, = συφεός, Lycophr. 875.