νίτρασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nitrasma
|Transliteration C=nitrasma
|Beta Code=ni/trasma
|Beta Code=ni/trasma
|Definition=ατος, τό, [[soap]], <span class="bibl">Sor.1.82</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[soap]], Sor.1.82.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νίτρασμα]], τὸ (Α)<br />[[μίγμα]] με [[βάση]] το [[νίτρο]] το οποίο χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό, όπως το [[σαπούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>νιτράζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίτρον]])].
|mltxt=[[νίτρασμα]], τὸ (Α)<br />[[μίγμα]] με [[βάση]] το [[νίτρο]] το οποίο χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό, όπως το [[σαπούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>νιτράζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίτρον]])].
}}
}}

Revision as of 12:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίτρασμα Medium diacritics: νίτρασμα Low diacritics: νίτρασμα Capitals: ΝΙΤΡΑΣΜΑ
Transliteration A: nítrasma Transliteration B: nitrasma Transliteration C: nitrasma Beta Code: ni/trasma

English (LSJ)

-ατος, τό, soap, Sor.1.82.

Greek Monolingual

νίτρασμα, τὸ (Α)
μίγμα με βάση το νίτρο το οποίο χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό, όπως το σαπούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νιτράζω (< νίτρον)].