οἰωνοσκοπία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oionoskopia | |Transliteration C=oionoskopia | ||
|Beta Code=oi)wnoskopi/a | |Beta Code=oi)wnoskopi/a | ||
|Definition=ἡ, [[augury]], | |Definition=ἡ, [[augury]], D.H.3.47. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, augury, D.H.3.47.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction d'augure ; observation que font les augures.
Étymologie: οἰωνοσκόπος.
German (Pape)
ἡ, Geschäft und Amt des οἰωνοσκόπος, Plut. fluv. 6.4.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοσκοπία: ἡ птицегадание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοσκοπία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ ἀσχολία τοῦ οἰωνοσκόπου, Διον. Ἁλ. 3. 47, 70.
Greek Monolingual
η (Α οἰωνοσκοπία) οιωνοσκόπος
κλάδος της μαντικής που βασιζόταν στην παρατήρηση τών οιωνών για την πρόβλεψη όσων πρόκειται να συμβούν.