οἰωνοσκοπία: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oionoskopia
|Transliteration C=oionoskopia
|Beta Code=oi)wnoskopi/a
|Beta Code=oi)wnoskopi/a
|Definition=ἡ, [[augury]], <span class="bibl">D.H.3.47</span>.
|Definition=ἡ, [[augury]], D.H.3.47.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />fonction d'augure ; observation que font les augures.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνοσκόπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />fonction d'augure ; observation que font les augures.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνοσκόπος]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Geschäft]] und Amt des [[οἰωνοσκόπος]]</i>, Plut. <i>fluv</i>. 6.4.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνοσκοπία:''' ἡ [[птицегадание]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[οἰωνοσκοπία]]) [[οιωνοσκόπος]]<br />[[κλάδος]] της μαντικής που βασιζόταν στην [[παρατήρηση]] τών οιωνών για την [[πρόβλεψη]] όσων πρόκειται να συμβούν.
|mltxt=η (Α [[οἰωνοσκοπία]]) [[οιωνοσκόπος]]<br />[[κλάδος]] της μαντικής που βασιζόταν στην [[παρατήρηση]] τών οιωνών για την [[πρόβλεψη]] όσων πρόκειται να συμβούν.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνοσκοπία:''' ἡ [[птицегадание]] Plut.
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοσκοπία Medium diacritics: οἰωνοσκοπία Low diacritics: οιωνοσκοπία Capitals: ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: oiōnoskopía Transliteration B: oiōnoskopia Transliteration C: oionoskopia Beta Code: oi)wnoskopi/a

English (LSJ)

ἡ, augury, D.H.3.47.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction d'augure ; observation que font les augures.
Étymologie: οἰωνοσκόπος.

German (Pape)

ἡ, Geschäft und Amt des οἰωνοσκόπος, Plut. fluv. 6.4.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοσκοπία:птицегадание Plut.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοσκοπία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ ἀσχολία τοῦ οἰωνοσκόπου, Διον. Ἁλ. 3. 47, 70.

Greek Monolingual

η (Α οἰωνοσκοπία) οιωνοσκόπος
κλάδος της μαντικής που βασιζόταν στην παρατήρηση τών οιωνών για την πρόβλεψη όσων πρόκειται να συμβούν.