λέπτω: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lepto | |Transliteration C=lepto | ||
|Beta Code=le/ptw | |Beta Code=le/ptw | ||
|Definition=v. [[λέπω]] | |Definition=v. [[λέπω]] II.2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λέπτω]] (Α)<br />[[τρώγω]], [[κατατρώγω]] («[[λέπτει]]<br />κατεσθίει», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπω]], μεταπλασμένο [[κατά]] τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -<i>πτω</i> ή με [[επίδραση]] του [[λεπτός]]. | |mltxt=[[λέπτω]] (Α)<br />[[τρώγω]], [[κατατρώγω]] («[[λέπτει]]<br />κατεσθίει», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπω]], μεταπλασμένο [[κατά]] τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -<i>πτω</i> ή με [[επίδραση]] του [[λεπτός]]. | ||
}} | }} |