τραχηλισμός: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trachilismos | |Transliteration C=trachilismos | ||
|Beta Code=traxhlismo/s | |Beta Code=traxhlismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[seizing by the neck]], '[[scragging]]', a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, Luc.''Lex.''5, Gal.''Parv.Pil.''2 (pl.), Ath.1.14f (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[wry neck]], [[stiff neck]], Diocl.Fr.141 (pl.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action de renverser qqn le cou en arrière]].<br />'''Étymologie:''' [[τραχηλίζω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>das [[Umbiegen]], Zurückdrehen des Halses</i>; Plut. <i>cupid.divit</i>. 7 a.E.; Luc. <i>Lexiph</i>. 5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρᾰχηλισμός:''' ὁ [[запрокидывание головы]] (противнику), хватание за горло Plut., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰχηλισμός''': ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, [[τέχνασμα]] παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F. | |lstext='''τρᾰχηλισμός''': ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, [[τέχνασμα]] παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[τραχηλίζω]]<br />(στην [[πάλη]]) [[τέχνασμα]] με το οποίο ο [[παλαιστής]] προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> σπασμωδική [[συστολή]] του τραχήλου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει [[δυσχέρεια]] στη φλεβική [[κυκλοφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσκίνητος]] ή [[άκαμπτος]] [[τράχηλος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A seizing by the neck, 'scragging', a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, Luc.Lex.5, Gal.Parv.Pil.2 (pl.), Ath.1.14f (pl.).
2 wry neck, stiff neck, Diocl.Fr.141 (pl.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de renverser qqn le cou en arrière.
Étymologie: τραχηλίζω.
German (Pape)
ὁ, das Umbiegen, Zurückdrehen des Halses; Plut. cupid.divit. 7 a.E.; Luc. Lexiph. 5.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰχηλισμός: ὁ запрокидывание головы (противнику), хватание за горло Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλισμός: ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, τέχνασμα παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ τραχηλίζω
(στην πάλη) τέχνασμα με το οποίο ο παλαιστής προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και γρήγορα
νεοελλ.
ιατρ. σπασμωδική συστολή του τραχήλου κατά τη διάρκεια επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει δυσχέρεια στη φλεβική κυκλοφορία
αρχ.
δυσκίνητος ή άκαμπτος τράχηλος.