στενυγρός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stenygros
|Transliteration C=stenygros
|Beta Code=stenugro/s
|Beta Code=stenugro/s
|Definition=ή, όν, Ion. for <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> στενός, ἀτραπός <span class="bibl">Semon.14</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span> 5.48</span>; ἰσθμός <span class="bibl">Max.Tyr.35.7</span>; <b class="b3">στενυγρή, ἡ</b>, <b class="b2">a narrow pass</b> or <b class="b2">strait</b>, Orac. ap. Oenom. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>5.20</span>, prob. for <b class="b3">στενύστραν</b> in Orac. ap. <span class="bibl">Apollod.2.8.2</span>.</span>
|Definition=στενυγρή, στενυγρόν, Ion. for στενός, ἀτραπός Semon.14, cf. Hp.''Epid.'' 5.48; ἰσθμός Max.Tyr.35.7; [[στενυγρή]], ἡ, [[a narrow pass]] or [[strait]], Orac. ap. Oenom. ap. Eus.''PE''5.20, prob. for [[στενύστραν]] in Orac. ap. Apollod.2.8.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενυγρός''': -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[στενός]], Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 13· στενυγρή, ἡ, στενὴ διάβασις ἢ [[πορθμός]], Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 210C, 211Α. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐριπῶδες, στενόν, καὶ συριγγῶδες».
|lstext='''στενυγρός''': -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[στενός]], Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 13· στενυγρή, ἡ, στενὴ διάβασις ἢ [[πορθμός]], Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 210C, 211Α. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐριπῶδες, στενόν, καὶ συριγγῶδες».
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>ιων. τ.</b><br /><b>1.</b> [[στενός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ στενυγρή</i><br />στενή [[διάβαση]], [[πορθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό παράγωγο του επιθ. [[στενός]], σχηματισμένο από [[θέμα]] <i>στενυ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Στενύ</i>-<i>κληρος</i>, <b>βλ.</b> και λ. [[στενός]]), με ουρανικό [[ένθημα]] -<i>γ</i>- και [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαλυ</i>-<i>κ</i>-<i>ρός</i>, <i>πενι</i>-<i>χ</i>-<i>ρός</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενυγρός Medium diacritics: στενυγρός Low diacritics: στενυγρός Capitals: ΣΤΕΝΥΓΡΟΣ
Transliteration A: stenygrós Transliteration B: stenygros Transliteration C: stenygros Beta Code: stenugro/s

English (LSJ)

στενυγρή, στενυγρόν, Ion. for στενός, ἀτραπός Semon.14, cf. Hp.Epid. 5.48; ἰσθμός Max.Tyr.35.7; στενυγρή, ἡ, a narrow pass or strait, Orac. ap. Oenom. ap. Eus.PE5.20, prob. for στενύστραν in Orac. ap. Apollod.2.8.2.

German (Pape)

[Seite 936] ion. = στενός, Simonds u. Sp., wie Apolld. 2, 8, 2; kein comp., wie Galen. ausdrücklich erinnert; ἡ στενυγρή, Engpaß, Oenom. bei Euseb. praep. ev. 8, 20.

Greek (Liddell-Scott)

στενυγρός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ στενός, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 13· στενυγρή, ἡ, στενὴ διάβασις ἢ πορθμός, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 210C, 211Α. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐριπῶδες, στενόν, καὶ συριγγῶδες».

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ιων. τ.
1. στενός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενυγρή
στενή διάβαση, πορθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο του επιθ. στενός, σχηματισμένο από θέμα στενυ- (πρβλ. Στενύ-κληρος, βλ. και λ. στενός), με ουρανικό ένθημα -γ- και επίθημα -ρός (πρβλ. θαλυ-κ-ρός, πενι-χ-ρός)].