ἀμεθόδευτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amethodeftos
|Transliteration C=amethodeftos
|Beta Code=a)meqo/deutos
|Beta Code=a)meqo/deutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be cajoled, led astray</b>, κριτής Herm. ap. Stob.1.49.44. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">unscientific</b>, ἰατρός Alex. Trall.<span class="title">Febr.</span>5.</span>
|Definition=ἀμεθόδευτον,<br><span class="bld">A</span> [[not to be cajoled]], [[led astray]], κριτής Herm. ap. Stob.1.49.44.<br><span class="bld">2</span> [[unscientific]], ἰατρός Alex. Trall.''Febr.''5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser desviado]], [[recto]] κριτής <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.62.<br /><b class="num">2</b> [[no metódico]], [[no científico]] ἰατρός Alex.Trall.1.371.2, cf. Hsch.α 3566.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμεθόδευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεθοδευθῇ ἢ ἀπατήσῃ, κριτὴς Ἑρμᾶς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 976.
|lstext='''ἀμεθόδευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεθοδευθῇ ἢ ἀπατήσῃ, κριτὴς Ἑρμᾶς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 976.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser desviado]], [[recto]] κριτής <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.62.<br /><b class="num">2</b> [[no metódico]], [[no científico]] ἰατρός Alex.Trall.1.371.2, cf. Hsch.α 3566.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμεθόδευτος]], -ον) [[μεθοδεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[δίχως]] μέθοδο, ο [[αμέθοδος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανεπανόρθωτος]], [[αδιόρθωτος]], [[αθεράπευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον δελεάσει, να τον εξαπατήσει.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμεθόδευτος]], -ον) [[μεθοδεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[δίχως]] μέθοδο, ο [[αμέθοδος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανεπανόρθωτος]], [[αδιόρθωτος]], [[αθεράπευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον δελεάσει, να τον εξαπατήσει.
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεθόδευτος Medium diacritics: ἀμεθόδευτος Low diacritics: αμεθόδευτος Capitals: ΑΜΕΘΟΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: amethódeutos Transliteration B: amethodeutos Transliteration C: amethodeftos Beta Code: a)meqo/deutos

English (LSJ)

ἀμεθόδευτον,
A not to be cajoled, led astray, κριτής Herm. ap. Stob.1.49.44.
2 unscientific, ἰατρός Alex. Trall.Febr.5.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser desviado, recto κριτής Corp.Herm.Fr.23.62.
2 no metódico, no científico ἰατρός Alex.Trall.1.371.2, cf. Hsch.α 3566.

German (Pape)

[Seite 120] ohne Plan, Herm. Stob. ecl. phys. 1 p. 976.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεθόδευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεθοδευθῇ ἢ ἀπατήσῃ, κριτὴς Ἑρμᾶς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 976.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμεθόδευτος, -ον) μεθοδεύω
νεοελλ.
ο δίχως μέθοδο, ο αμέθοδος
μσν.
ανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον δελεάσει, να τον εξαπατήσει.