ἀμεθόδευτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amethodeftos | |Transliteration C=amethodeftos | ||
|Beta Code=a)meqo/deutos | |Beta Code=a)meqo/deutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμεθόδευτον,<br><span class="bld">A</span> [[not to be cajoled]], [[led astray]], κριτής Herm. ap. Stob.1.49.44.<br><span class="bld">2</span> [[unscientific]], ἰατρός Alex. Trall.''Febr.''5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser desviado]], [[recto]] κριτής <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.62.<br /><b class="num">2</b> [[no metódico]], [[no científico]] ἰατρός Alex.Trall.1.371.2, cf. Hsch.α 3566. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμεθόδευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεθοδευθῇ ἢ ἀπατήσῃ, κριτὴς Ἑρμᾶς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 976. | |lstext='''ἀμεθόδευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεθοδευθῇ ἢ ἀπατήσῃ, κριτὴς Ἑρμᾶς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 976. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμεθόδευτος]], -ον) [[μεθοδεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[δίχως]] μέθοδο, ο [[αμέθοδος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανεπανόρθωτος]], [[αδιόρθωτος]], [[αθεράπευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον δελεάσει, να τον εξαπατήσει. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμεθόδευτον,
A not to be cajoled, led astray, κριτής Herm. ap. Stob.1.49.44.
2 unscientific, ἰατρός Alex. Trall.Febr.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser desviado, recto κριτής Corp.Herm.Fr.23.62.
2 no metódico, no científico ἰατρός Alex.Trall.1.371.2, cf. Hsch.α 3566.
German (Pape)
[Seite 120] ohne Plan, Herm. Stob. ecl. phys. 1 p. 976.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεθόδευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεθοδευθῇ ἢ ἀπατήσῃ, κριτὴς Ἑρμᾶς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 976.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμεθόδευτος, -ον) μεθοδεύω
νεοελλ.
ο δίχως μέθοδο, ο αμέθοδος
μσν.
ανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον δελεάσει, να τον εξαπατήσει.