γηπετής: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(1a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gipetis | |Transliteration C=gipetis | ||
|Beta Code=ghpeth/s | |Beta Code=ghpeth/s | ||
|Definition= | |Definition=γηπετές, ([[πίπτω]]) [[falling]] or [[fallen to earth]], E.''Ph.''668 (lyr.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, zur [[Erde]] [[gefallen]], Eur. <i>Phoen</i>. 672. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γηπετής:''' дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γηπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ. | |lsmtext='''γηπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πίπτω]]<br />falling or [[fallen]] to [[earth]], Eur. | |mdlsjtxt=[[πίπτω]]<br />falling or [[fallen]] to [[earth]], Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
γηπετές, (πίπτω) falling or fallen to earth, E.Ph.668 (lyr.).
German (Pape)
ές, zur Erde gefallen, Eur. Phoen. 672.
Russian (Dvoretsky)
γηπετής: дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur.
Greek (Liddell-Scott)
γηπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πίπτων ἢ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Φοιν. 668.
Greek Monolingual
γηπετής (-ές (Α)
αυτός που έπεσε κάτω στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -πετής < πίπτω)
Greek Monotonic
γηπετής: -ές (πίπτω), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.