συνανήκω: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synaniko | |Transliteration C=synaniko | ||
|Beta Code=sunanh/kw | |Beta Code=sunanh/kw | ||
|Definition= | |Definition=[[have reference also to]] a thing, Phot.''Bibl.''p.162 B. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνανήκω''': [[ἀνήκω]] ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜ<br />[[ανήκω]] [[επίσης]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», <b>Φώτ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
have reference also to a thing, Phot.Bibl.p.162 B.
Greek (Liddell-Scott)
συνανήκω: ἀνήκω ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22.
Greek Monolingual
ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).