συμπατριώτης: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympatriotis | |Transliteration C=sympatriotis | ||
|Beta Code=sumpatriw/ths | |Beta Code=sumpatriw/ths | ||
|Definition= | |Definition=συμπατριώτου, ὁ, [[fellow-countryman]], Archipp.54. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
συμπατριώτου, ὁ, fellow-countryman, Archipp.54.
German (Pape)
[Seite 985] ὁ, Mitlandsmann, nicht attisch nach Luc. Soloec. 5; Poll. 3, 54; Tzetz.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
compatriote en parl. d'étrangers ou d'esclaves.
Étymologie: σύν, πατριώτης.
Russian (Dvoretsky)
συμπατριώτης: ου ὁ соотечественник, земляк Luc.
Greek (Liddell-Scott)
συμπατριώτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς πατρίδος, Λατ. concivis, Ἄρχιππος ἐν Ἀδήλ. 5.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν
αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, ομοεθνής
νεοελλ.
συμπολίτης, συντοπίτης.