κλεισία: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kleisia | |Transliteration C=kleisia | ||
|Beta Code=kleisi/a | |Beta Code=kleisi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[inn]], IG42(1).114.21, 30, 109 ii 151, al. (Epid.).<br><span class="bld">II</span> v. [[κλεισιάδες]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλεισία]] και [[κλισία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πανδοχείο]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. [[κλεισιάδες]])<br />(δ. γρφ. [[αντί]] [[κλεισιάδες]]) <i>αἱ κλεισίαι</i><br />οι μεγάλες θύρες της αυλής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κλισία]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]). Το -<i>ει</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του [[κλείω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=s. [[κλισία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A inn, IG42(1).114.21, 30, 109 ii 151, al. (Epid.).
II v. κλεισιάδες.
Greek Monolingual
κλεισία και κλισία, ἡ (Α)
1. το πανδοχείο
2. (στον πληθ. κλεισιάδες)
(δ. γρφ. αντί κλεισιάδες) αἱ κλεισίαι
οι μεγάλες θύρες της αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κλισία (< κλίνω). Το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κλείω.
German (Pape)
s. κλισία.