φυλλώδης: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fyllodis | |Transliteration C=fyllodis | ||
|Beta Code=fullw/dhs | |Beta Code=fullw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=φυλλῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[like leaves]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.13.1; σπέρμα Dsc.3.80.<br><span class="bld">2</span> [[belonging to leaves]], δυνάμεις [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.8.1.<br><span class="bld">II</span> [[having petalled flowers]], ib.7.8.3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1315.png Seite 1315]] ες, blattähnlich, blätterreich, laubreich, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φυλλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1, κλπ. ΙΙ. ἔχων ἄφθονα φύλλα, [[αὐτόθι]] 7. 8, 3. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[φυλλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[φύλλον]]<br />[[πυκνόφυλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «φυλλώδη [[λαχανικά]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> τα [[λαχανικά]] τών οποίων τα φύλλα χρησιμοποιεί ο [[άνθρωπος]] ως [[τροφή]]<br />β) «φυλλώδη φυτά»<br /><b>(γεωπ.)</b> τα φυτά που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων για το φύλλωμά τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] φύλλου<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός που έχει [[πολλά]] πέταλα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
φυλλῶδες,
A like leaves, Thphr. HP 1.13.1; σπέρμα Dsc.3.80.
2 belonging to leaves, δυνάμεις Thphr. HP 9.8.1.
II having petalled flowers, ib.7.8.3.
German (Pape)
[Seite 1315] ες, blattähnlich, blätterreich, laubreich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1, κλπ. ΙΙ. ἔχων ἄφθονα φύλλα, αὐτόθι 7. 8, 3.
Greek Monolingual
φυλλώδης, -ῶδες, ΝΑ φύλλον
πυκνόφυλλος
νεοελλ.
φρ. α) «φυλλώδη λαχανικά»
(γεωπ.) τα λαχανικά τών οποίων τα φύλλα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ως τροφή
β) «φυλλώδη φυτά»
(γεωπ.) τα φυτά που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων για το φύλλωμά τους
αρχ.
1. αυτός που έχει σχήμα φύλλου
2. (για άνθος) αυτός που έχει πολλά πέταλα.