συκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sykodis
|Transliteration C=sykodis
|Beta Code=sukw/dhs
|Beta Code=sukw/dhs
|Definition=συκώδες,<br><span class="bld">A</span> [[fig-like]], γλυκύτης Arist.''HA''623b24; ὄγκος Gal.12.822; <b class="b3">ἐπαναστάσεις σ.</b>, of warts or piles, Orib.''Syn.''8.37 tit., cf. Dsc.1.128.5; cf. [[σῦκον]] II.<br><span class="bld">II</span> = [[συκοφαντώδης]], Sch.Ar.''Pl.''874, ''EM''733.56.
|Definition=συκῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[fig-like]], γλυκύτης Arist.''HA''623b24; ὄγκος Gal.12.822; <b class="b3">ἐπαναστάσεις σ.</b>, of warts or piles, Orib.''Syn.''8.37 tit., cf. Dsc.1.128.5; cf. [[σῦκον]] II.<br><span class="bld">II</span> = [[συκοφαντώδης]], Sch.Ar.''Pl.''874, ''EM''733.56.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκώδης Medium diacritics: συκώδης Low diacritics: συκώδης Capitals: ΣΥΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sykṓdēs Transliteration B: sykōdēs Transliteration C: sykodis Beta Code: sukw/dhs

English (LSJ)

συκῶδες,
A fig-like, γλυκύτης Arist.HA623b24; ὄγκος Gal.12.822; ἐπαναστάσεις σ., of warts or piles, Orib.Syn.8.37 tit., cf. Dsc.1.128.5; cf. σῦκον II.
II = συκοφαντώδης, Sch.Ar.Pl.874, EM733.56.

German (Pape)

[Seite 974] ες, feigenartig; z. B. γλυκύτης, Arist. H. A. 9, 40; Sp.

Russian (Dvoretsky)

σῡκώδης: как у фиги, фиговый (γλυκύτης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σῡκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σῦκον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9, 40, 5· ἐπαναστάσεις σ., ἐπὶ σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Ὀρειβάσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 176. 3, πρβλ. σῦκον ΙΙ. ΙΙ. συκοφαντικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873.

Greek Monolingual

-ες / συκώδης, -ῶδες, ΝΑ σῡκον
όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα του σύκου, συκοειδής
αρχ.
1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)
2. συκοφαντικός.