νυγματώδης: Difference between revisions
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nygmatodis | |Transliteration C=nygmatodis | ||
|Beta Code=nugmatw/dhs | |Beta Code=nugmatw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=νυγματῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[punctuated]], of heart-beats, Arist.''Pr.''947b31.<br><span class="bld">2</span> [[pricking]], πόνος Archig. ap. Gal.8.92, cf. Aret.''SA''1.10. Adv. [[νυγματωδῶς]] Gal.19.7. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>[[stichartig]], [[stechend]]</i>, Medic. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυγμᾰτώδης:''' [[колющий]]: ἡ τῆς καρδίας [[πήδησις]] ν. Arst. учащенный пульс. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυγματώδης]], -ῶδες (Α) [[νύγμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[νύγμα]] («ἡ τῆς καρδίας [[πήδησις]] πυκνὴ καὶ [[νυγματώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με [[τσίμπημα]], με κέντρισμα («[[νυγματώδης]] [[πόνος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νυγματωδῶς</i> (Α)<br />με νυγματώδη τρόπο, με νυγμούς, με τσιμπήματα. | |mltxt=[[νυγματώδης]], -ῶδες (Α) [[νύγμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[νύγμα]] («ἡ τῆς καρδίας [[πήδησις]] πυκνὴ καὶ [[νυγματώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με [[τσίμπημα]], με κέντρισμα («[[νυγματώδης]] [[πόνος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νυγματωδῶς</i> (Α)<br />με νυγματώδη τρόπο, με νυγμούς, με τσιμπήματα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
νυγματῶδες,
A punctuated, of heart-beats, Arist.Pr.947b31.
2 pricking, πόνος Archig. ap. Gal.8.92, cf. Aret.SA1.10. Adv. νυγματωδῶς Gal.19.7.
German (Pape)
ες, stichartig, stechend, Medic.
Russian (Dvoretsky)
νυγμᾰτώδης: колющий: ἡ τῆς καρδίας πήδησις ν. Arst. учащенный пульс.
Greek (Liddell-Scott)
νῠγματώδης: -ες, κεντητικός, Ἀριστ. Πρβλ. 27. 3, 3. Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην. τ. 19, σ. 7, 10.
Greek Monolingual
νυγματώδης, -ῶδες (Α) νύγμα
1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.)
2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»).
επίρρ...
νυγματωδῶς (Α)
με νυγματώδη τρόπο, με νυγμούς, με τσιμπήματα.