κτηνώδης: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ktinodis | |Transliteration C=ktinodis | ||
|Beta Code=kthnw/dhs | |Beta Code=kthnw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=κτηνῶδες, [[like a beast]], [[LXX]] ''Ps.''72(73).22, Aesop. 324b; αἴσθησις Ph.1.151: Comp., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Adv. [[κτηνωδῶς]], [[γράφειν]] Tz.ad Lyc.797. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
κτηνῶδες, like a beast, LXX Ps.72(73).22, Aesop. 324b; αἴσθησις Ph.1.151: Comp., Hsch. Adv. κτηνωδῶς, γράφειν Tz.ad Lyc.797.
German (Pape)
[Seite 1519] ες, viehmäßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτηνώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, κτηνοπρεπὴς, ζῳώδης, (Ψαλ. ΟΒ΄, 23).
Greek Monolingual
-ες και κτηνώδικος, -η, -ο (AM κτηνώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφορά («κτηνώδης φυσιογνωμία»)
2. αυτός που αρμόζει σε κτήνος (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «κτηνώδης αἴσθησις», Φίλ.).
επίρρ...
κτηνωδώς (AM κτηνωδῶς)
με τρόπο που αρμόζει σε κτήνος, σαν κτήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. -ώδης].