νοσηματώδης: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nosimatodis
|Transliteration C=nosimatodis
|Beta Code=noshmatw/dhs
|Beta Code=noshmatw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νοσώδης]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>727b28</span>, <span class="bibl"><span class="title">EN</span>1149a6</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>188</span>. Adv. νοσηματωδῶς, ἔχειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1148b33</span>.</span>
|Definition=νοσηματῶδες, = [[νοσώδης]], Arist.''GA''727b28, ''EN''1149a6, Ptol.''Tetr.''188. Adv. [[νοσηματωδῶς]], ἔχειν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1148b33.
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[νοσηματικός]]; Arist. <i>Eth</i>. 7.5, <i>gen.an</i>. 1.19; νοσηματωδῶς ἔχειν, <i>eth</i>. 7.6.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσημᾰτώδης:''' [[болезненный]], [[нездоровый]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''νοσημᾰτώδης''': -ες, = [[νοσώδης]], Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν [[αὐτόθι]] 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοσηματώδης]], -ῶδες (Α) [[νόσημα]]<br />[[νοσώδης]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματωδῶς</i> (Α)<br />με νοσηματώδη τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νοσημᾰτώδης:''' -ες, = [[νοσώδης]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νοσημᾰτ-ώδης, ες [from [[νόσημα]] = [[νοσώδης]], Arist.]
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσημᾰτώδης Medium diacritics: νοσηματώδης Low diacritics: νοσηματώδης Capitals: ΝΟΣΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nosēmatṓdēs Transliteration B: nosēmatōdēs Transliteration C: nosimatodis Beta Code: noshmatw/dhs

English (LSJ)

νοσηματῶδες, = νοσώδης, Arist.GA727b28, EN1149a6, Ptol.Tetr.188. Adv. νοσηματωδῶς, ἔχειν Arist.EN1148b33.

German (Pape)

ες, = νοσηματικός; Arist. Eth. 7.5, gen.an. 1.19; νοσηματωδῶς ἔχειν, eth. 7.6.

Russian (Dvoretsky)

νοσημᾰτώδης: болезненный, нездоровый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν αὐτόθι 4.

Greek Monolingual

νοσηματώδης, -ῶδες (Α) νόσημα
νοσώδης, νοσηρός.
επίρρ...
νοσηματωδῶς (Α)
με νοσηματώδη τρόπο.

Greek Monotonic

νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, σε Αριστ.

Middle Liddell

νοσημᾰτ-ώδης, ες [from νόσημα = νοσώδης, Arist.]