θαμνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thamnodis
|Transliteration C=thamnodis
|Beta Code=qamnw/dhs
|Beta Code=qamnw/dhs
|Definition=ες,= <b class="b3">θαμνοειδής</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.12.1</span> (Comp.), <span class="bibl"><span class="title">CP</span>5.12.5</span>.
|Definition=θαμνῶδες, = [[θαμνοειδής]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.12.1 (Comp.), ''CP''5.12.5.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1186.png Seite 1186]] ες, = [[θαμνοειδής]], Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''θαμνώδης''': -ες, = [[θαμνοειδής]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[θαμνώδης]], -ώδες) [[θάμνος]]<br />ο [[θαμνοειδής]], αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο καλυμμένος από θάμνους, ο [[θαμνόφυτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θαμνώδης]] [[διάπλαση]]» — [[τύπος]] βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαμνώδης Medium diacritics: θαμνώδης Low diacritics: θαμνώδης Capitals: ΘΑΜΝΩΔΗΣ
Transliteration A: thamnṓdēs Transliteration B: thamnōdēs Transliteration C: thamnodis Beta Code: qamnw/dhs

English (LSJ)

θαμνῶδες, = θαμνοειδής, Thphr. HP 3.12.1 (Comp.), CP5.12.5.

German (Pape)

[Seite 1186] ες, = θαμνοειδής, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

θαμνώδης: -ες, = θαμνοειδής, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5.

Greek Monolingual

-ες (AM θαμνώδης, -ώδες) θάμνος
ο θαμνοειδής, αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά»)
νεοελλ.
1. ο καλυμμένος από θάμνους, ο θαμνόφυτος
2. φρ. «θαμνώδης διάπλαση» — τύπος βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι.