μηλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=milodis
|Transliteration C=milodis
|Beta Code=mhlw/dhs
|Beta Code=mhlw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μήλινος]] <span class="bibl">11.2</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>3.7</span>, cf. <span class="title">An.Ox.</span>1.280, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>584.13</span>.</span>
|Definition=μηλῶδες, = [[μήλινος]] II.2, Gal.''Nat.Fac.''3.7, cf. ''An.Ox.''1.280, ''EM''584.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλώδης''': [[ὅμοιος]] μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.
|lstext='''μηλώδης''': [[ὅμοιος]] μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηλώδης]], -ῶδες (Α) [[[μήλον]] (Ι)]<br />αυτός που μοιάζει με [[μήλο]], [[μηλοειδής]], [[κιτρινωπός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλώδης Medium diacritics: μηλώδης Low diacritics: μηλώδης Capitals: ΜΗΛΩΔΗΣ
Transliteration A: mēlṓdēs Transliteration B: mēlōdēs Transliteration C: milodis Beta Code: mhlw/dhs

English (LSJ)

μηλῶδες, = μήλινος II.2, Gal.Nat.Fac.3.7, cf. An.Ox.1.280, EM584.13.

German (Pape)

[Seite 173] ες, = μηλοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλώδης: ὅμοιος μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.

Greek Monolingual

μηλώδης, -ῶδες (Α) [[[μήλον]] (Ι)]
αυτός που μοιάζει με μήλο, μηλοειδής, κιτρινωπός.