ἀμαθώδης: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amathodis | |Transliteration C=amathodis | ||
|Beta Code=a)maqw/dhs | |Beta Code=a)maqw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἀμαθῶδες, [[sandy]], ποταμός Str.8.3.14. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 06:30, 26 August 2023
English (LSJ)
ἀμαθῶδες, sandy, ποταμός Str.8.3.14.
Spanish (DGE)
-ες
arenoso τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἄμμῳ· πλήρης ἄμμου, ἀμμώδης ποταμός, Στράβ. 344.
Greek Monolingual
ἀμαθώδης, -ες (Α)
αμμουδερός, αμμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαθος (ΙΙ) + παραγ. κατάλ. -ώδης].
German (Pape)
ες, sandartig, Sp.