Κνίδιος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Knidios | |Transliteration C=Knidios | ||
|Beta Code=*kni/dios | |Beta Code=*kni/dios | ||
|Definition=[ῐ], α, ον, ([[Κνίδος]])<br><span class="bld">A</span> [[of Cnidos]] or [[from Cnidos]]: [[οἱ Κνίδιοι]] = [[the Cnidians]], Hdt.1.174, al.<br><span class="bld">II</span> [[κόκκος]] Κ., ὁ, [[berry]] of the [[shrub]] [[κνέωρον]] ([[Daphne gnidium]]), used as a purgative, Eub.128, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.20.2, Dsc.1.36, 4.172.<br><span class="bld">III</span> [[Κνίδιον]], τό, a measure of wine, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''150 (vi A.D.), etc.<br><span class="bld">IV</span> v. [[κνήδιον]]. | |Definition=[ῐ], α, ον, ([[Κνίδος]])<br><span class="bld">A</span> [[of Cnidos]] or [[from Cnidos]]: [[οἱ Κνίδιοι]] = [[the Cnidians]], [[Herodotus|Hdt.]]1.174, al.<br><span class="bld">II</span> [[κόκκος]] Κ., ὁ, [[berry]] of the [[shrub]] [[κνέωρον]] ([[Daphne gnidium]]), used as a purgative, Eub.128, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.20.2, Dsc.1.36, 4.172.<br><span class="bld">III</span> [[Κνίδιον]], τό, a measure of wine, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''150 (vi A.D.), etc.<br><span class="bld">IV</span> v. [[κνήδιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, (Κνίδος)
A of Cnidos or from Cnidos: οἱ Κνίδιοι = the Cnidians, Hdt.1.174, al.
II κόκκος Κ., ὁ, berry of the shrub κνέωρον (Daphne gnidium), used as a purgative, Eub.128, Thphr. HP 9.20.2, Dsc.1.36, 4.172.
III Κνίδιον, τό, a measure of wine, POxy.150 (vi A.D.), etc.
IV v. κνήδιον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Cnide ; οἱ Κνίδιοι HDT les habitants de Cnide ; ἡ Κνιδίη χώρη HDT le territoire de Cnide.
Étymologie: Κνίδος.
Russian (Dvoretsky)
Κνίδιος: (ῐ) книдский (χώρη Her.).
II ὁ житель Книда Her.
Greek (Liddell-Scott)
Κνίδιος: ῐ, α, ον, (Κνίδος) ἐκ Κνίδου· οἱ Κνίδιοι, οἱ κάτοικοι τῆς Κνίδου, Ἡρόδ. 1. 174, καὶ ἀλλ. ΙΙ. κόκκος Κν., ὁ, κόκκος τις τοῦ θάμνου θυμελαία, ἐν χρήσει ὡς καθάρσιον, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15b, πρβλ. Foës. Oecon. Ἱππ.· καλεῖται καὶ κνῐδόκοκκος, ὑπὸ Ἀλεξ. Τραλλ. 10. σ. 569.
Greek Monotonic
Κνίδιος: [ῐ], -α, -ον (Κνίδος), αυτός που αφορά ή κατάγεται από την Κνίδο· οἱΚνίδιοι, οι κάτοικοι της Κνίδου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Κνῐ́διος, η, ον Κνίδος
of or from Cnidos; οἱ Κνίδιοι the Cnidians, Hdt.