Πηλούσιον: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Piloysion
|Transliteration C=Piloysion
|Beta Code=*phlou/sion
|Beta Code=*phlou/sion
|Definition=τό, ''Pelusium'' in Egypt, Hdt.2.15, etc.: Πηλουσιώτης, ου, ὁ, [[inhabitant of P]]., Luc.''JTr.''42; Adj., <b class="b3">τὸ Πηλούσιον στόμα</b> the Eastern mouth of the Nile, Hdt.2.17, 154; τὸ Πηλουσιακὸν στ. Str. 17.1.18; also [[Ταριχήϊα]] Πηλουσιακά Hdt.2.15: Subst. [[Πηλούσιον]], τό, an Egyptian festival, expld. with ref. to [[πηλός]], Lyd.''Mens.''4.57.
|Definition=τό, ''Pelusium'' in Egypt, [[Herodotus|Hdt.]]2.15, etc.: Πηλουσιώτης, ου, ὁ, [[inhabitant of P]]., Luc.''JTr.''42; Adj., <b class="b3">τὸ Πηλούσιον στόμα</b> the Eastern mouth of the Nile, [[Herodotus|Hdt.]]2.17, 154; τὸ Πηλουσιακὸν στ. Str. 17.1.18; also [[Ταριχήϊα]] Πηλουσιακά [[Herodotus|Hdt.]]2.15: Subst. [[Πηλούσιον]], τό, an Egyptian festival, expld. with ref. to [[πηλός]], Lyd.''Mens.''4.57.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πηλούσιον Medium diacritics: Πηλούσιον Low diacritics: Πηλούσιον Capitals: ΠΗΛΟΥΣΙΟΝ
Transliteration A: Pēloúsion Transliteration B: Pēlousion Transliteration C: Piloysion Beta Code: *phlou/sion

English (LSJ)

τό, Pelusium in Egypt, Hdt.2.15, etc.: Πηλουσιώτης, ου, ὁ, inhabitant of P., Luc.JTr.42; Adj., τὸ Πηλούσιον στόμα the Eastern mouth of the Nile, Hdt.2.17, 154; τὸ Πηλουσιακὸν στ. Str. 17.1.18; also Ταριχήϊα Πηλουσιακά Hdt.2.15: Subst. Πηλούσιον, τό, an Egyptian festival, expld. with ref. to πηλός, Lyd.Mens.4.57.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
Péluse (auj. ruines de Tineh), ville d'Égypte à l'embouchure du Nil.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Πηλούσιον: τό Пелусий
1 вост. рукав Нильской дельты Her.;
2 город в устье Пелусия Her.

Greek (Liddell-Scott)

Πηλούσιον: τό, πόλις παράλιος τῆς Αἰγύπτου συνορεύουσα πρὸς τὴν Ἀραβίαν, Ἡρόδ.· ― Ἐπίθ., τὸ Πηλούσιον στόμα, τὸ ἀνατολικὸν στόμα τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 17, 154· τὸ Πηλουσιακὸν στ. Στράβ. 801, κτλ.· ― παρ’ Ἰω. τῷ Λυδῷ π. Μηνῶν, 4. 40, ἡ Πηλούσιος ἑορτὴ (ἐν Αἰγύπτῳ) ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πηλώδης. ― Κατὰ Σουΐδ. «Πηλούσιον, ὄνομα τόπου. κλεὶς τῆς Αἰγύπτου καὶ εἰσόδου καὶ ἐξόδου, καὶ Πηλουσιώτης ὁ πολίτης».

Greek Monotonic

Πηλούσιον: τό, πόλη στις ακτές της Αιγύπτου στα σύνορα με την Αραβία, σε Ηρόδ.· επίθ., τὸ Πηλούσιον στόμα, το ανατολικό στόμα του Νείλου, στον ίδ.