Μανερῶς: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Maneros
|Transliteration C=Maneros
|Beta Code=&#42;manerw=s
|Beta Code=&#42;manerw=s
|Definition=ῶτος, ὁ, <span class="title">Maneros</span>, only son of the first king of Egypt; also a national dirge named after him, identified by <span class="bibl">Hdt.2.79</span> with the Greek [[Λίνος]], cf. <span class="bibl">Eub.46</span>, <span class="bibl">Nymphis 9</span>, Plu.2.357e, <span class="bibl">Paus.9.29.7</span>.
|Definition=ῶτος, ὁ, ''Maneros'', only son of the first king of Egypt; also a national dirge named after him, identified by [[Herodotus|Hdt.]]2.79 with the Greek [[Λίνος]], cf. Eub.46, Nymphis 9, Plu.2.357e, Paus.9.29.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μανερῶς]], -ῶτος και [[Μανέρως]], -ωτος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ [[Λίνος]] καλεύμενος [[Μανερῶς]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το όν. του μοναχογιού του πρώτου βασιλιά της Αιγύπτου].
|mltxt=[[Μανερῶς]], -ῶτος και [[Μανέρως]], -ωτος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ [[Λίνος]] καλεύμενος [[Μανερῶς]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Από το όν. του μοναχογιού του πρώτου βασιλιά της Αιγύπτου].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μανερῶς Medium diacritics: Μανερῶς Low diacritics: Μανερώς Capitals: ΜΑΝΕΡΩΣ
Transliteration A: Manerō̂s Transliteration B: Manerōs Transliteration C: Maneros Beta Code: *manerw=s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, Maneros, only son of the first king of Egypt; also a national dirge named after him, identified by Hdt.2.79 with the Greek Λίνος, cf. Eub.46, Nymphis 9, Plu.2.357e, Paus.9.29.7.

Greek Monolingual

Μανερῶς, -ῶτος και Μανέρως, -ωτος, ὁ (Α)
είδος θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από το όν. του μοναχογιού του πρώτου βασιλιά της Αιγύπτου].