ἀπόπολις: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "gen. ιδος" to "gen. -ιδος")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopolis
|Transliteration C=apopolis
|Beta Code=a)po/polis
|Beta Code=a)po/polis
|Definition=poet. [[ἀποποίπτολις]], ι, gen. ιδος and εως, [[far from the city]], [[banished]], ἀ. ἔσει A.''Ag.''1410 (lyr.), cf. S.''OT''1000, ''OC''208, E.''Hyps. Fr.''44; ἀπόπτολιν ἔχειν τινά S.''Tr.''647 (lyr.).
|Definition=poet. [[ἀποποίπτολις]], ι, gen. -ιδος and εως, [[far from the city]], [[banished]], ἀ. ἔσει A.''Ag.''1410 (lyr.), cf. S.''OT''1000, ''OC''208, E.''Hyps. Fr.''44; ἀπόπτολιν ἔχειν τινά S.''Tr.''647 (lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 08:33, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπολις Medium diacritics: ἀπόπολις Low diacritics: απόπολις Capitals: ΑΠΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: apópolis Transliteration B: apopolis Transliteration C: apopolis Beta Code: a)po/polis

English (LSJ)

poet. ἀποποίπτολις, ι, gen. -ιδος and εως, far from the city, banished, ἀ. ἔσει A.Ag.1410 (lyr.), cf. S.OT1000, OC208, E.Hyps. Fr.44; ἀπόπτολιν ἔχειν τινά S.Tr.647 (lyr.).

Spanish (DGE)

-εως
• Alolema(s): ἀπόπτολις S.OC 208, OT 1000, Tr.647, E.Fr.70 p.24 Bond
ausente, desterrado, exiliado de la ciudad, ἀπόπολις δ' ἔσῃ, μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς A.A.1410, cf. S.ll.cc., E.l.c.

German (Pape)

[Seite 320] (fern von der Stadt) entfernt, Aesch. Ag. 1884. S. ἀπόπτολις.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
banni de la cité, exilé.
Étymologie: ἀπό, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπολις: поэт. ἀπόπτολις, ιδος и εως adj. изгнанный из страны Aesch., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπολις: ποιητ. ἀπόπτολις, ι, γεν. -ιδος καὶ -εως: ― μακρὰν τῆς πόλεως, ἐξόριστος, ἀπ. ἔσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1410, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1000, Ο. Κ. 208˙ ἀπόπτολιν ἔχειν τινά, ὁ αὐτ. Τρ. 674, πρβλ. ἀγχίπολις.

Greek Monolingual

ἀπόπολις κ. -πτολις, (-ιδος κ. -εως), ο, η (Α)
ο εξόριστος.

Greek Monotonic

ἀπόπολις: ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. -ιδος και -εως· αυτός που βρίσκεται μακριά από την πόλη του, εξόριστος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell


far from the city, banished, Aesch., Soph.