κώφωση: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(22)
 
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κώφωσις]]) [[κωφώ]]<br />η [[απώλεια]] της λειτουργίας της ακοής ή η εξασθένησή της, [[κωφότητα]], [[κουφαμάρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> το [[φαινόμενο]] της τροπής του άτονου / e / σε / i / και του άτονου / ο / σε / u /, π. χ. [[παιδί]]: <i>πιδί</i>, [[χωράφι]]: <i>χουράφ</i>'<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λεκτική [[κώφωση]]» — [[είδος]] αφασίας [[κατά]] την οποία παρατηρείται μεμονωμένη [[απώλεια]] της υποδοχής τών λεκτικών ήχων<br />β) «[[μουσική]] [[κώφωση]]» — [[διαταραχή]] αφασικού ο [[οποίος]] δεν αναγνωρίζει τους μουσικούς ήχους<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμβλυωπία]].
|mltxt=η (Α [[κώφωσις]]) [[κωφώ]]<br />η [[απώλεια]] της λειτουργίας της ακοής ή η εξασθένησή της, [[κωφότητα]], [[κουφαμάρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> το [[φαινόμενο]] της τροπής του άτονου / e / σε / i / και του άτονου / ο / σε / u /, π. χ. [[παιδί]]: <i>πιδί</i>, [[χωράφι]]: <i>χουράφ</i>'<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λεκτική [[κώφωση]]» — [[είδος]] αφασίας [[κατά]] την οποία παρατηρείται μεμονωμένη [[απώλεια]] της υποδοχής τών λεκτικών ήχων<br />β) «[[μουσική]] [[κώφωση]]» — [[διαταραχή]] αφασικού ο [[οποίος]] δεν αναγνωρίζει τους μουσικούς ήχους<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμβλυωπία]].
}}
{{trml
|trtx====[[deafness]]===
Arabic: صَمَم‎; Armenian: խլություն; Belarusian: глухата; Bulgarian: глухота; Catalan: sordesa; Chinese Mandarin: 聾, 聋; Czech: hluchota; Danish: døvhed; Dutch: [[doofheid]]; Estonian: kuulmispuue; Finnish: kuurous; French: [[surdité]]; German: [[Taubheit]], [[Gehörlosigkeit]], [[Schwerhörigkeit]], [[Surditas]]; Greek: [[κώφωση]], [[κωφότητα]]; Ancient Greek: [[ἀνηκοΐα]], [[ἀνηκουστία]], [[ἀνηκουστίη]], [[βαρυηκοΐη]], [[δυσηκοΐα]], [[δυσκωφία]], [[κωφότης]], [[κώφωμα]], [[πήρωσις ἀκοῆς]], [[πήρωσις τῆς ἀκοῆς]]; Hebrew: חירשות‎; Hindi: बहरापन; Hunsrik: Daabheet, Daabheit; Irish: bodhaire; Italian: [[sordità]]; Japanese: 難聴; Kazakh: кереңдік; Latin: [[surditas]]; Latvian: kurlums; Macedonian: глувост; Malay: kepekakan, ketulian; Navajo: ajéékałgo ąąh dahazʼą́; Norwegian Bokmål: døvhet; Polish: głuchota; Portuguese: [[surdez]]; Russian: [[глухота]]; Scottish Gaelic: buidhre; Serbo-Croatian Cyrillic: глуво̀ћа, глувост, глухо̀ћа, глухост; Roman: gluvòća, gluvost, gluhòća, gluhost; Sicilian: surdania; Slovak: hluchota; Slovene: gluhota; Spanish: [[sordera]]; Swedish: dövhet; Telugu: చెవుడు, చెవిటితనం; Ukrainian: глухота, глухість
}}
}}

Latest revision as of 06:07, 21 September 2023

Greek Monolingual

η (Α κώφωσις) κωφώ
η απώλεια της λειτουργίας της ακοής ή η εξασθένησή της, κωφότητα, κουφαμάρα
νεοελλ.
1. γλωσσ. το φαινόμενο της τροπής του άτονου / e / σε / i / και του άτονου / ο / σε / u /, π. χ. παιδί: πιδί, χωράφι: χουράφ'
2. φρ. α) «λεκτική κώφωση» — είδος αφασίας κατά την οποία παρατηρείται μεμονωμένη απώλεια της υποδοχής τών λεκτικών ήχων
β) «μουσική κώφωση» — διαταραχή αφασικού ο οποίος δεν αναγνωρίζει τους μουσικούς ήχους
αρχ.
αμβλυωπία.

Translations

deafness

Arabic: صَمَم‎; Armenian: խլություն; Belarusian: глухата; Bulgarian: глухота; Catalan: sordesa; Chinese Mandarin: 聾, 聋; Czech: hluchota; Danish: døvhed; Dutch: doofheid; Estonian: kuulmispuue; Finnish: kuurous; French: surdité; German: Taubheit, Gehörlosigkeit, Schwerhörigkeit, Surditas; Greek: κώφωση, κωφότητα; Ancient Greek: ἀνηκοΐα, ἀνηκουστία, ἀνηκουστίη, βαρυηκοΐη, δυσηκοΐα, δυσκωφία, κωφότης, κώφωμα, πήρωσις ἀκοῆς, πήρωσις τῆς ἀκοῆς; Hebrew: חירשות‎; Hindi: बहरापन; Hunsrik: Daabheet, Daabheit; Irish: bodhaire; Italian: sordità; Japanese: 難聴; Kazakh: кереңдік; Latin: surditas; Latvian: kurlums; Macedonian: глувост; Malay: kepekakan, ketulian; Navajo: ajéékałgo ąąh dahazʼą́; Norwegian Bokmål: døvhet; Polish: głuchota; Portuguese: surdez; Russian: глухота; Scottish Gaelic: buidhre; Serbo-Croatian Cyrillic: глуво̀ћа, глувост, глухо̀ћа, глухост; Roman: gluvòća, gluvost, gluhòća, gluhost; Sicilian: surdania; Slovak: hluchota; Slovene: gluhota; Spanish: sordera; Swedish: dövhet; Telugu: చెవుడు, చెవిటితనం; Ukrainian: глухота, глухість