γλαύκος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(8)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α γλαῡκος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] γαστερόποδου με γλαυκό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ψάρι]] με γλαυκό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> (φρ). «γλαύκου [[τέχνη]]» — μαγική [[τέχνη]], [[μεγάλη]] [[ανακάλυψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]]. Το [[ψάρι]] [[γλαύκος]] πήρε αυτή την [[ονομασία]] από το [[χρώμα]] του].
|mltxt=ο (Α [[γλαῦκος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] γαστερόποδου με γλαυκό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ψάρι]] με γλαυκό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> (φρ). «γλαύκου [[τέχνη]]» — μαγική [[τέχνη]], [[μεγάλη]] [[ανακάλυψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]]. Το [[ψάρι]] [[γλαύκος]] πήρε αυτή την [[ονομασία]] από το [[χρώμα]] του].
}}
}}

Latest revision as of 14:19, 25 October 2023

Greek Monolingual

ο (Α γλαῦκος)
νεοελλ.
ονομασία γαστερόποδου με γλαυκό χρώμα
αρχ.
1. ψάρι με γλαυκό χρώμα
2. (φρ). «γλαύκου τέχνη» — μαγική τέχνη, μεγάλη ανακάλυψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το ψάρι γλαύκος πήρε αυτή την ονομασία από το χρώμα του].