μετεισδύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meteisdyno
|Transliteration C=meteisdyno
|Beta Code=meteisdu/nw
|Beta Code=meteisdu/nw
|Definition=[ῡ], εἰς ἄλλο ὄστρακον [[change and slip into another]] shell, Arist.''HA''548a16.
|Definition=[ῡ], εἰς ἄλλο ὄστρακον [[change and slip into another]] shell, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''548a16.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 21:55, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεισδύνω Medium diacritics: μετεισδύνω Low diacritics: μετεισδύνω Capitals: ΜΕΤΕΙΣΔΥΝΩ
Transliteration A: meteisdýnō Transliteration B: meteisdynō Transliteration C: meteisdyno Beta Code: meteisdu/nw

English (LSJ)

[ῡ], εἰς ἄλλο ὄστρακον change and slip into another shell, Arist.HA548a16.

German (Pape)

[Seite 158] (s. δύνω), aus Einem ins Andere eindringen, hinübergehen, Arist. H. A. 5, 15.

Russian (Dvoretsky)

μετεισδύνω: (ῡ) переходить (εἴς τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μετεισδύνω: εἰς... ἐξέρχομαι ἔκ τινος μέρους καὶ εἰσδύομαι εἰς ἄλλο, ἐπὶ τῶν καρκινίων, ἅτινα αὐξανόμενα καταλείπουσι τὸ πρῶτον ὄστρακον καὶ εἰσδύονται εἰς ἄλλο μεῖζον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 22.

Greek Monolingual

μετεισδύνω (Α)
(ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εἰσ-δύνω «εισέρχομαι»].