τροφίας: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(6_19) |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trofias | |Transliteration C=trofias | ||
|Beta Code=trofi/as | |Beta Code=trofi/as | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=-ου, ὁ, [[brought up in the house]], [[stall-fed]], <b class="b3">τροφίαι ἵπποι</b>, opp. [[φορβάς|φορβάδες]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 604a29; <b class="b3">βοῦς τροφίας</b> (acc. pl.) ''IG''22.1028.16, cf. Plu.''Aem.''33; <b class="b3">κῶθον τροφίην</b> (Ion. form) Numen. ap. Ath.7.304e. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[nourri dans l'étable]].<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, [[ἵππος]], [[βοῦς]], <i>ein [[Pferd]], Rind, das im Stalle [[gefüttert]] wird, auf der Mast steht</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[φορβάς]]; Arist. <i>H.A</i>. 8.24; Plut. <i>Aem</i>. 33. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροφίᾱς:''' ου adj. m [[откармливаемый]] (ἵπποι Arst.; [[βοῦς]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροφίας''': -ου, ([[τρέφω]]) ὁ κατ’ οἶκον ἐν φάτνῃ τρεφόμενος, θρεπτός, τρ. ἵπποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀγελαίους, οἱ τροφίαι ἵπποι πλείστοις ἀρρωστήμασι κάμνουσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· [[βοῦς]] Πλουτ. Αἰμίλ. 33. | |lstext='''τροφίας''': -ου, ([[τρέφω]]) ὁ κατ’ οἶκον ἐν φάτνῃ τρεφόμενος, θρεπτός, τρ. ἵπποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀγελαίους, οἱ τροφίαι ἵπποι πλείστοις ἀρρωστήμασι κάμνουσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· [[βοῦς]] Πλουτ. Αἰμίλ. 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(για ζώα) αυτός που τρέφεται σε [[φάτνη]] ή σε στάβλο, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αγελαίο, [[θρεφτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τροφίας:''' -ου, ὁ ([[τρέφω]]), αναθρεμμένος στο [[σπίτι]] ή στη [[φάτνη]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 24 November 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, brought up in the house, stall-fed, τροφίαι ἵπποι, opp. φορβάδες, Arist.HA 604a29; βοῦς τροφίας (acc. pl.) IG22.1028.16, cf. Plu.Aem.33; κῶθον τροφίην (Ion. form) Numen. ap. Ath.7.304e.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
nourri dans l'étable.
Étymologie: τρέφω.
German (Pape)
ὁ, ἵππος, βοῦς, ein Pferd, Rind, das im Stalle gefüttert wird, auf der Mast steht, Gegensatz φορβάς; Arist. H.A. 8.24; Plut. Aem. 33.
Russian (Dvoretsky)
τροφίᾱς: ου adj. m откармливаемый (ἵπποι Arst.; βοῦς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τροφίας: -ου, (τρέφω) ὁ κατ’ οἶκον ἐν φάτνῃ τρεφόμενος, θρεπτός, τρ. ἵπποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀγελαίους, οἱ τροφίαι ἵπποι πλείστοις ἀρρωστήμασι κάμνουσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· βοῦς Πλουτ. Αἰμίλ. 33.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για ζώα) αυτός που τρέφεται σε φάτνη ή σε στάβλο, σε αντιδιαστολή προς τον αγελαίο, θρεφτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -ίας].
Greek Monotonic
τροφίας: -ου, ὁ (τρέφω), αναθρεμμένος στο σπίτι ή στη φάτνη, σε Πλούτ.