ἀμφικλινής: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(3)
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfiklinis
|Transliteration C=amfiklinis
|Beta Code=a)mfiklinh/s
|Beta Code=a)mfiklinh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unsteady, uncertain</b>, χαρά <span class="bibl">Ph.2.548</span>. Adv. -νῶς, ἔχειν <b class="b2">to be in doubt</b>, <span class="bibl">2.171</span>.</span>
|Definition=ἀμφικλινές, [[unsteady]], [[uncertain]], χαρά Ph.2.548. Adv. [[ἀμφικλινῶς ἔχειν]] to [[be in doubt]], 2.171.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[poco firme]], [[incierto]], [[vacilante]] χαρά Ph.2.548, [[ἐνδοιασμός]] ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀμφικλινῶς]]: [[ἀμφικλινῶς ἔχειν]] = [[estar en duda]] Ph.2.171.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφικλῑνής''': -ές, ([[κλίνω]]) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, [[ἀσταθής]], [[ἀβέβαιος]], χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, [[ἀμφιβάλλω]], εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.
|lstext='''ἀμφικλῑνής''': -ές, ([[κλίνω]]) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, [[ἀσταθής]], [[ἀβέβαιος]], χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, [[ἀμφιβάλλω]], εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[poco firme]], [[incierto]], [[vacilante]] χαρά Ph.2.548, [[ἐνδοιασμός]] ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν estar en duda</i> Ph.2.171.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀμφικλινής]]) [[κλίνω]] <b>νεοελλ.</b> αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] και στις δύο πλευρές του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αμφιρρέπει, [[ασταθής]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀμφικλινής]]) [[κλίνω]] <b>νεοελλ.</b> αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] και στις δύο πλευρές του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αμφιρρέπει, [[ασταθής]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 29 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικλῐνής Medium diacritics: ἀμφικλινής Low diacritics: αμφικλινής Capitals: ΑΜΦΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: amphiklinḗs Transliteration B: amphiklinēs Transliteration C: amfiklinis Beta Code: a)mfiklinh/s

English (LSJ)

ἀμφικλινές, unsteady, uncertain, χαρά Ph.2.548. Adv. ἀμφικλινῶς ἔχειν to be in doubt, 2.171.

Spanish (DGE)

-ές
1 poco firme, incierto, vacilante χαρά Ph.2.548, ἐνδοιασμός ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.
2 adv. ἀμφικλινῶς: ἀμφικλινῶς ἔχειν = estar en duda Ph.2.171.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικλῑνής: -ές, (κλίνω) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, ἀσταθής, ἀβέβαιος, χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, ἀμφιβάλλω, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφικλινής) κλίνω νεοελλ. αυτός που παρουσιάζει κλίση και στις δύο πλευρές του
αρχ.
αυτός που αμφιρρέπει, ασταθής, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κλινής < κλίνω.