ἀμφικλινής: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfiklinis
|Transliteration C=amfiklinis
|Beta Code=a)mfiklinh/s
|Beta Code=a)mfiklinh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unsteady]], [[uncertain]], χαρά <span class="bibl">Ph.2.548</span>. Adv. -νῶς, ἔχειν to [[be in doubt]], <span class="bibl">2.171</span>.</span>
|Definition=ἀμφικλινές, [[unsteady]], [[uncertain]], χαρά Ph.2.548. Adv. [[ἀμφικλινῶς ἔχειν]] to [[be in doubt]], 2.171.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[poco firme]], [[incierto]], [[vacilante]] χαρά Ph.2.548, [[ἐνδοιασμός]] ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀμφικλινῶς]]: [[ἀμφικλινῶς ἔχειν]] = [[estar en duda]] Ph.2.171.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφικλῑνής''': -ές, ([[κλίνω]]) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, [[ἀσταθής]], [[ἀβέβαιος]], χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, [[ἀμφιβάλλω]], εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.
|lstext='''ἀμφικλῑνής''': -ές, ([[κλίνω]]) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, [[ἀσταθής]], [[ἀβέβαιος]], χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, [[ἀμφιβάλλω]], εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[poco firme]], [[incierto]], [[vacilante]] χαρά Ph.2.548, [[ἐνδοιασμός]] ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν estar en duda</i> Ph.2.171.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀμφικλινής]]) [[κλίνω]] <b>νεοελλ.</b> αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] και στις δύο πλευρές του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αμφιρρέπει, [[ασταθής]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀμφικλινής]]) [[κλίνω]] <b>νεοελλ.</b> αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] και στις δύο πλευρές του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αμφιρρέπει, [[ασταθής]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 29 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικλῐνής Medium diacritics: ἀμφικλινής Low diacritics: αμφικλινής Capitals: ΑΜΦΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: amphiklinḗs Transliteration B: amphiklinēs Transliteration C: amfiklinis Beta Code: a)mfiklinh/s

English (LSJ)

ἀμφικλινές, unsteady, uncertain, χαρά Ph.2.548. Adv. ἀμφικλινῶς ἔχειν to be in doubt, 2.171.

Spanish (DGE)

-ές
1 poco firme, incierto, vacilante χαρά Ph.2.548, ἐνδοιασμός ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.
2 adv. ἀμφικλινῶς: ἀμφικλινῶς ἔχειν = estar en duda Ph.2.171.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικλῑνής: -ές, (κλίνω) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, ἀσταθής, ἀβέβαιος, χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, ἀμφιβάλλω, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφικλινής) κλίνω νεοελλ. αυτός που παρουσιάζει κλίση και στις δύο πλευρές του
αρχ.
αυτός που αμφιρρέπει, ασταθής, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κλινής < κλίνω.