εποκέλλω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐποκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] στην [[ξηρά]], [[ρίχνω]] έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ | |mltxt=[[ἐποκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] στην [[ξηρά]], [[ρίχνω]] έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῖα τετιμημένα χρημάτων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για πλοία) [[εξοκέλλω]], [[καθίζω]] («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῦ Πρωτεσιλάου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εισέρχομαι]], [[εισπλέω]] («ταύτας δὲ ἐκέλευσεν ἐν κύκλῳ περιπλεούσας τὸ τεῖχος ἐποκέλλειν... καὶ ἀνακωχεύειν», Αρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οκέλλω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:27, 6 February 2024
Greek Monolingual
ἐποκέλλω (Α)
1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῖα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.)
2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῦ Πρωτεσιλάου», Θουκ.)
3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ ἐκέλευσεν ἐν κύκλῳ περιπλεούσας τὸ τεῖχος ἐποκέλλειν... καὶ ἀνακωχεύειν», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οκέλλω].