ισονομία: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰσονομία]], ιων. τ. ἰσονομίη) [[ισόνομος]]<br />[[ισότητα]] πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, [[πολιτική]] [[ισότητα]] («[[ἰσονομία]] ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας και ἀνδράσι πρὸς γυναῑκας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ίση [[διανομή]], ίσο [[μερίδιο]], [[αναλογία]], [[ισορροπία]].
|mltxt=η (Α [[ἰσονομία]], ιων. τ. ἰσονομίη) [[ισόνομος]]<br />[[ισότητα]] πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, [[πολιτική]] [[ισότητα]] («[[ἰσονομία]] ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας και ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ίση [[διανομή]], ίσο [[μερίδιο]], [[αναλογία]], [[ισορροπία]].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

η (Α ἰσονομία, ιων. τ. ἰσονομίη) ισόνομος
ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, πολιτική ισότηταἰσονομία ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας και ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας», Πλάτ.)
αρχ.
ίση διανομή, ίσο μερίδιο, αναλογία, ισορροπία.