ἰσονομία

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσονομία Medium diacritics: ἰσονομία Low diacritics: ισονομία Capitals: ΙΣΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: isonomía Transliteration B: isonomia Transliteration C: isonomia Beta Code: i)sonomi/a

English (LSJ)

Ion. ἰσονομίη, ἡ,
A equal distribution, equilibrium, balance, δυνάμεων Alcmaeon 4, cf. Ti.Locr.99b, Epicur.Fr.352.
II equality of political rights, Hdt.3.80, 142; ἰ. ποιεῖν Id.5.37; opp. δυναστεία, Th.4.78; ἰ. πολιτική Id.3.82; ἰ. ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας καὶ ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας Pl.R. 563b.

German (Pape)

[Seite 1265] ἡ, Gleichheit der bürgerlichen Rechte u. Freiheiten, wie sie in den griechischen Demokratien stattfand, eine demokratische Staatsverfassung; Her. 3, 80. 5, 37; Thuc. 4, 78; Plat. Men. 239 a; ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας καὶ ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας ὅση ἡ ἰσον. καὶ ἐλευθερία γίγνεται Rep. VIII, 563 b; Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 répartition égale;
2 particul. égalité de droits dans un gouvernement démocratique (isonomie) ; démocratie ; t. de droit privilège accordé à un étranger et lui conférant l'égalité de droits civils avec les citoyens.
Étymologie: ἴσος, νόμος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσονομία: ион. ἰσονομίη ἡ
1 равное распределение, равновесие, равномерность (τῶν δυνάμεων Plut.): ἐν ἰσονομίᾳ εἶναι Plat. находиться во взаимном равновесии;
2 равенство, равноправие (πολιτική Thuc.; Κρονική Plut.; ἰσονομίην τινὶ προαγορεύειν Her.): ἰ. ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας Plat. равноправие женщин по отношению к мужчинам.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσονομία: Ἰων, -ίη, ἡ, ἴση διανομή, ἴσον μερίδιον, ἀναλογία, ἰσορροπία, Ἀλκμέων ἔφη τῆς μὲν ὑγιείας εἶναι συνεκτικὴν τὴν ἰσονομίαν τῶν δυνάμεων, ὑγρoῦ, ξηροῦ, θερμοῦ κτλ. Στοβ. 542. 30, Τίμ Λοκρ. 99Β, Ἐπικουρ. παρὰ τῷ Κικ. Ν. D. 1. 19. ΙΙ. ἰσότης δικαιωμάτων, ἡ ἰσότης Ἑλληνικῆς δημοκρατίας. Ἡρόδ. 3. 80, 142· ἰσ. ποιεῖν ὁ αὐτ. 5. 37, πρβλ. Θουκ. 4. 78· ἰσ. πολιτικὴ ὁ αὐτ. 3. 82· ἰσ. ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας καὶ ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας Πλάτ. Πολ. 563Β.

Greek Monolingual

η (Α ἰσονομία, ιων. τ. ἰσονομίη) ισόνομος
ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, πολιτική ισότηταἰσονομία ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας και ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας», Πλάτ.)
αρχ.
ίση διανομή, ίσο μερίδιο, αναλογία, ισορροπία.

Greek Monotonic

ἰσονομία: Ιων. -ίη, ἡ, ισότητα δικαιωμάτων, ισότητα της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

ἰσονομία, ἡ,
equality of rights, the equality of a Greek democracy, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

political equality

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

iuris aequabilitas, equality before the law, 3.82.8, 4.78.2.