κατάρβυλος: Difference between revisions
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάρβυλος]] και [[καθάρβυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που φτάνει [[μέχρι]] τα πέδιλα ( | |mltxt=[[κατάρβυλος]] και [[καθάρβυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που φτάνει [[μέχρι]] τα πέδιλα («χλαῖνα [[κατάρβυλος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρβύλη]] «[[υπόδημα]] που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:39, 6 February 2024
English (LSJ)
κατάρβυλον, (ἀρβύλη) reaching down to the shoes, Χλαῖναι S.Fr. 622:—also καθάρβυλος, Χλανίς Hsch.
German (Pape)
[Seite 1374] bis auf die Schuhe herabreichend, χλαῖνα Soph. frg. 559.
Russian (Dvoretsky)
κατάρβῠλος: доходящий до обуви, т. е. ниспадающий до пят, длиннополый (χλαῖνα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάρβῠλος: -ον, (ἀρβύλη), ἐξικνούμενος, καθήκων ἢ φθάνων μέχρι τῶν ἀρβυλῶν (πεδίλων), ποδήρης, χλαῖνα Σοφ. Ἀποσπ. 559· «ὥστε καὶ ἐπὶ τὰς ἀρβύλας χαλᾶσθαι» ἔτι καὶ καθάρβυλος, Ἡσύχ., πρβλ. ποδήρης.
Greek Monolingual
κατάρβυλος και καθάρβυλος, -ον (Α)
αυτός που φτάνει μέχρι τα πέδιλα («χλαῖνα κατάρβυλος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρβύλη «υπόδημα που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους»].