καταίτυξ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
(19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καταῑτυξ, -υγος, ἡ (Α)<br />[[περικεφαλαία]] χαμηλή, [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το [[ἄντυξ]]. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική [[ερμηνεία]] τών αρχ. σχολιαστών [[καταῖτυξ]] παρὰ τὸ</i> «[[κάτω]] τετύχθαι</i>» θεωρείται [[παρετυμολογία]]. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] της λ.].
|mltxt=καταῖτυξ, -υγος, ἡ (Α)<br />[[περικεφαλαία]] χαμηλή, [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το [[ἄντυξ]]. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική [[ερμηνεία]] τών αρχ. σχολιαστών [[καταῖτυξ]] παρὰ τὸ</i> «[[κάτω]] τετύχθαι</i>» θεωρείται [[παρετυμολογία]]. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] της λ.].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

καταῖτυξ, -υγος, ἡ (Α)
περικεφαλαία χαμηλή, κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το ἄντυξ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική ερμηνεία τών αρχ. σχολιαστών καταῖτυξ παρὰ τὸ «κάτω τετύχθαι» θεωρείται παρετυμολογία. Εικάζεται σημιτική προέλευση της λ.].