κοιρανώ: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοιρανῶ, -έω (Α) [[κοίρανος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]], [[κυβερνώ]] («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταδυναστεύω]] («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην [[κάτα]] κοιρανέουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κύριος]] κάποιου<br /><b>4.</b> (σχετικά με χορό) [[οργανώνω]], [[οδηγώ]], [[ετοιμάζω]] («[[οὐδέ]] γὰρ θεοὶ ἁγνᾱν Χαρίτων ἅτερ κοιρανέοντι χοροὺς [[οὔτε]] δαῑτας», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=κοιρανῶ, -έω (Α) [[κοίρανος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]], [[κυβερνώ]] («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταδυναστεύω]] («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην [[κάτα]] κοιρανέουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κύριος]] κάποιου<br /><b>4.</b> (σχετικά με χορό) [[οργανώνω]], [[οδηγώ]], [[ετοιμάζω]] («[[οὐδέ]] γὰρ θεοὶ ἁγνᾱν Χαρίτων ἅτερ κοιρανέοντι χοροὺς [[οὔτε]] δαῖτας», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

κοιρανῶ, -έω (Α) κοίρανος
1. είμαι ηγεμόνας, αρχηγός, κυβερνώ («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», Ομ. Ιλ.)
2. καταδυναστεύω («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν», Ομ. Οδ.)
3. είμαι κύριος κάποιου
4. (σχετικά με χορό) οργανώνω, οδηγώ, ετοιμάζωοὐδέ γὰρ θεοὶ ἁγνᾱν Χαρίτων ἅτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας», Πίνδ.).