μαμμίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mammidion
|Transliteration C=mammidion
|Beta Code=mammi/dion
|Beta Code=mammi/dion
|Definition=τό, Dim. of [[μαμμία]], Plu.2.858c, <span class="bibl">Hld.7.10</span>:—also μαμμ-ίον, τό, Phryn.110.
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[μαμμία]], Plu.2.858c, Hld.7.10:—also [[μαμμιδίον]], τό, Phryn.110.
}}
{{ls
|lstext='''μαμμίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[μαμμία]], Πλουτ. 2. 858C, Ἡλιόδ. 7. 10· οὕτω μαμμίον, τό, Φρύν. 135.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite maman, petite mère.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[μάμμη]].
|btext=ου (τό) :<br />[[petite maman]], [[petite mère]].<br />'''Étymologie:''' dim. de [[μάμμη]].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=[[μαμμίδιον]], τὸ (Α) [[μάμμη]]<br />(υποκορ. του [[μαμμία]]) [[μαμάκα]], [[μαννούλα]] («τὴν δὲ παῑδα πρὸς τὴν [[μητέρα]] φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ [[μαμμίδιον]], οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», <b>Πλούτ.</b>).
|ptext=τό, dim. zu [[μαμμία]], <i>[[Mütterchen]]</i>, Plut. und andere Spätere
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μαμμίδιον:''' (ῐδ) τό матушка, мамочка Plut.
|elrutext='''μαμμίδιον:''' (ῐδ) τό матушка, мамочка Plut.
}}
{{ls
|lstext='''μαμμίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[μαμμία]], Πλουτ. 2. 858C, Ἡλιόδ. 7. 10· οὕτω μαμμίον, τό, Φρύν. 135.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαμμίδιον]], τὸ (Α) [[μάμμη]]<br />(υποκορ. του [[μαμμία]]) [[μαμάκα]], [[μαννούλα]] («τὴν δὲ παῖδα πρὸς τὴν [[μητέρα]] φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ [[μαμμίδιον]], οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαμμίδιον Medium diacritics: μαμμίδιον Low diacritics: μαμμίδιον Capitals: ΜΑΜΜΙΔΙΟΝ
Transliteration A: mammídion Transliteration B: mammidion Transliteration C: mammidion Beta Code: mammi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of μαμμία, Plu.2.858c, Hld.7.10:—also μαμμιδίον, τό, Phryn.110.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite maman, petite mère.
Étymologie: dim. de μάμμη.

German (Pape)

τό, dim. zu μαμμία, Mütterchen, Plut. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

μαμμίδιον: (ῐδ) τό матушка, мамочка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μαμμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαμμία, Πλουτ. 2. 858C, Ἡλιόδ. 7. 10· οὕτω μαμμίον, τό, Φρύν. 135.

Greek Monolingual

μαμμίδιον, τὸ (Α) μάμμη
(υποκορ. του μαμμία) μαμάκα, μαννούλα («τὴν δὲ παῖδα πρὸς τὴν μητέρα φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ μαμμίδιον, οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», Πλούτ.).