κονδῖτος: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
(21) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και | |mltxt=κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῖτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)<br /><b>1.</b> καρυκευμένος, [[αρωματικός]], [[πικάντικος]] («κονδῑτος [[οἶνος]]», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κονδῑτον</i><br />[[κρασί]] με μπαχαρικά, αρωματικό [[κρασί]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ κονδῖτος</i> [[καρύκευμα]], [[μπαχαρικό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>conditus</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. <i>condio</i> «[[καρυκεύω]]»]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κονδῖτος -ον aromatisch, subst. τὸ κονδῖτον aromatische wijn. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:44, 6 February 2024
German (Pape)
[Seite 1480] οἶνος, vinum conditum, der mit Gewürzen angemacht ist, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κονδῖτος: οἶνος, ὁ, τὸ Λατ. vinum conditum, οἶνος ἀρωματικός, Γεωπ. 8. 31· ὡς οὐσ. τὸ κονδῖτον = κονδῖτος οἶνος, Μοσχίων 77. κλ.
Greek Monolingual
κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῖτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)
1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτον
κρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασί
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῖτος καρύκευμα, μπαχαρικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditus, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. condio «καρυκεύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κονδῖτος -ον aromatisch, subst. τὸ κονδῖτον aromatische wijn.