πίδακας: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(32) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / | |mltxt=ο / πῖδαξ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] [[πηγή]] που εξακοντίζει [[προς]] τα [[πάνω]] το [[νερό]] εξαιτίας της πιέσεως<br /><b>2.</b> τεχνητή [[πηγή]] που με ειδική [[συσκευή]] εκτοξεύει το [[νερό]] [[προς]] τα [[πάνω]] και [[έτσι]] δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές εγκαταστάσεις φωτισμού, και κατασκευάζεται σε πλατείες, κήπους και άλλους χώρους ως διακοσμητικό [[στοιχείο]] κν. [[σιντριβάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πηγή]] που αναβρύζει [[νερό]] («ἀνέρπει πίδακος ἐξ ἱερῆς ὀλίγη [[λιβάς]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους ([[πρβλ]]. [[όμφαξ]]). Οι τ. <i>πιδῶ</i>, [[πιδήεις]] μορφολογικώς θα μάς οδηγούσαν σε ένα αμάρτυρο όνομα <i>πίδη</i> ή <i>πῖδος</i>, ενώ το ρ. <i>πιδ</i>-<i>ύω</i> σε ένα όνομα <i>πῖδυς</i>. Η λ. [[πῖδαξ]] συνδέεται πιθ. με τον τ. [[πῖσος]], ενώ, αντιθέτως, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεσή της με τους τ. [[πῖαρ]] ή [[πίτυς]]. Επίσης, η [[σύνδεση]] του [[πῖδαξ]] με αρχ. νορβ. <i>feitr</i> «[[παχύς]]», <i>fita</i> «παχιά» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:44, 6 February 2024
Greek Monolingual
ο / πῖδαξ, ΝΑ
νεοελλ.
1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας της πιέσεως
2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές εγκαταστάσεις φωτισμού, και κατασκευάζεται σε πλατείες, κήπους και άλλους χώρους ως διακοσμητικό στοιχείο κν. σιντριβάνι
αρχ.
πηγή που αναβρύζει νερό («ἀνέρπει πίδακος ἐξ ἱερῆς ὀλίγη λιβάς», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει το επίθημα -αξ, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους (πρβλ. όμφαξ). Οι τ. πιδῶ, πιδήεις μορφολογικώς θα μάς οδηγούσαν σε ένα αμάρτυρο όνομα πίδη ή πῖδος, ενώ το ρ. πιδ-ύω σε ένα όνομα πῖδυς. Η λ. πῖδαξ συνδέεται πιθ. με τον τ. πῖσος, ενώ, αντιθέτως, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεσή της με τους τ. πῖαρ ή πίτυς. Επίσης, η σύνδεση του πῖδαξ με αρχ. νορβ. feitr «παχύς», fita «παχιά» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές].