προφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[φύομαι]]<br /><b>1.</b> γεννιέμαι [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («ὅς προύφυ [[πατήρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> εμφανίζομαι [[προηγουμένως]] («προπεφυκυῑα [[φλεγμονή]]», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=Α [[φύομαι]]<br /><b>1.</b> γεννιέμαι [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («ὅς προύφυ [[πατήρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> εμφανίζομαι [[προηγουμένως]] («προπεφυκυῖα [[φλεγμονή]]», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-φύομαι eerder geboren worden.
|elnltext=προ-φύομαι eerder geboren worden.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφύομαι Medium diacritics: προφύομαι Low diacritics: προφύομαι Capitals: ΠΡΟΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: prophýomai Transliteration B: prophyomai Transliteration C: profyomai Beta Code: profu/omai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act., to be born before, ὃς προὔφυ πατήρ S.Aj.1291; προπεφυκυῖα φλεγμονή previously existing, Gal.18(2).642.

Greek (Liddell-Scott)

προφύομαι: παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., φύομαι, γεννῶμαι πρότερον, ὃς προὔφει πατὴρ Σοφ. Αἴ. 1291.

Greek Monolingual

Α φύομαι
1. γεννιέμαι πριν από κάποιον άλλο («ὅς προύφυ πατήρ», Σοφ.)
2. εμφανίζομαι προηγουμένως («προπεφυκυῖα φλεγμονή», Γαλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-φύομαι eerder geboren worden.