σαβαῖ: Difference between revisions

From LSJ
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κραυγή]] τών βακχευομένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σαβ</i>-<i>άζω</i> (Ι) «[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου ή Βάκχου», [[κατά]] το [[επιφώνημα]] <i>εὐαῑ</i>].
|mltxt=Α<br />[[κραυγή]] τών βακχευομένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σαβ</i>-<i>άζω</i> (Ι) «[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου ή Βάκχου», [[κατά]] το [[επιφώνημα]] <i>εὐαῖ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:46, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰβαῖ Medium diacritics: σαβαῖ Low diacritics: σαβαί Capitals: ΣΑΒΑΙ
Transliteration A: sabaî Transliteration B: sabai Transliteration C: savai Beta Code: sabai=

English (LSJ)

a Bacchanalian cry, like εὐαί, εὐοῖ, Eup.84.

Greek (Liddell-Scott)

σαβαῖ: κραυγὴ τῶν βακχευόντων, ὡς τὰ εὐαί, εὐοῖ, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 10.

Greek Monolingual

Α
κραυγή τών βακχευομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαβ-άζω (Ι) «συμμετέχω στην εορτή του Σαβαζίου ή Βάκχου», κατά το επιφώνημα εὐαῖ].