υπεκκομίζω: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] [[κρυφά]] έξω ή [[μακριά]] («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκκομίζομαι</i><br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] [[κρυφά]] διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε [[πάντα]] καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] [[κρυφά]] έξω ή [[μακριά]] («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκκομίζομαι</i><br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] [[κρυφά]] διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε [[πάντα]] καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῖνα», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκομίζω]] «[[φέρνω]] έξω, [[φέρνω]] σε ασφαλές [[μέρος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω κρυφά έξω ή μακριά («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», Θουκ.)
2. μέσ. ὑπεκκομίζομαι
μεταφέρω κάτι κρυφά διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε πάντα καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῖνα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκομίζω «φέρνω έξω, φέρνω σε ασφαλές μέρος»].