ἡμιονίτης: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιονίτης]], ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ημιονηγός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἵππος]] ἡμιονῑτις» — [[φοράδα]] που κυοφορεί ημίονο<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμιονῑτις</i><br /><b>(φυτ.)</b> [[είδος]] φτέρης.
|mltxt=[[ἡμιονίτης]], ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) [[ημίονος]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ημιονηγός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἵππος]] ἡμιονῑτις» — [[φοράδα]] που κυοφορεί ημίονο<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμιονῖτις</i><br /><b>(φυτ.)</b> [[είδος]] φτέρης.
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιονίτης Medium diacritics: ἡμιονίτης Low diacritics: ημιονίτης Capitals: ΗΜΙΟΝΙΤΗΣ
Transliteration A: hēmionítēs Transliteration B: hēmionitēs Transliteration C: imionitis Beta Code: h(mioni/ths

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ, muleteer, PCair.Zen.4.69 (iii B.C.).

Greek Monolingual

ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) ημίονος
1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός
2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» — φοράδα που κυοφορεί ημίονο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῖτις
(φυτ.) είδος φτέρης.