υπομάζιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπομάζιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται [[κάτω]] από τον μαστό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπομάζιο</i>(<i>ν</i>)<br />(λογ. τ.) ο [[στηθόδεσμος]], το [[σουτιέν]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θηλάζει<br /><b>2.</b> (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)<br /><i>ὁ [[ὑπομάζιος]] και <i>τὸ ὑπομάζιον</i><br />(ενν. <i>παῑς</i> και [[τέκνον]] ή [[βρέφος]]) [[παιδί]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαζός]], ιων. τ. του [[μαστός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπομάζιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται [[κάτω]] από τον μαστό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπομάζιο</i>(<i>ν</i>)<br />(λογ. τ.) ο [[στηθόδεσμος]], το [[σουτιέν]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θηλάζει<br /><b>2.</b> (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)<br />ὁ [[ὑπομάζιος]] και <i>τὸ ὑπομάζιον</i><br />(ενν. <i>παῖς</i> και [[τέκνον]] ή [[βρέφος]]) [[παιδί]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαζός]], ιων. τ. του [[μαστός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπομάζιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό
2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν)
(λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν
μσν.-αρχ.
1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει
2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)
ὑπομάζιος και τὸ ὑπομάζιον
(ενν. παῖς και τέκνον ή βρέφος) παιδί που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μαζός, ιων. τ. του μαστός + κατάλ. -ιος].